- κουτρουβάλα
- η1. η πτώση, το κατρακύλημα με το κεφάλι προς τα κάτω2. η τούμπα3. κατρακύλημα με συνεχείς, απανωτές τούμπες.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχηματισμός < κουτρουβαλώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουτρουβάλα — η κατρακύλισμα με το κεφάλι κάτω, τούμπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτρουβαλιάζω — [κουτρουβάλα] κάνω κάποιον ή κάτι να πέσει με το κεφάλι προς τα κάτω, ανατρέπω βίαια, τουμπάρω … Dictionary of Greek
κουτρουβάλιασμα — το [κουτρουβαλιάζω] η κουτρουβάλα, η πτώση, το κατρακύλημα … Dictionary of Greek
κουτρουβάλιασμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κουτρουβαλιάζω, κουτρουβάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τούμπα — η (λ. λατ.) 1. λόφος, μικρό ύψωμα, ψήλωμα. 2. ακροβατική περιστροφή στον αέρα με το κεφάλι προς τα κάτω: Έκανε μια τούμπα πριν πατήσει στο έδαφος. 3. πέσιμο, κουτρουβάλα, κατρακύλισμα: Γλίστρησα και πήρα δυο τούμπες. 4. χάλκινο πνευστό μουσικό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)